- σκουφώνω
- μετ.1) надевать головной убор (на кого-л.); 2) перен. посылать кому-л. большое богатство (о боге)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκουφώνω — Ν [σκούφος] καλύπτω το κεφάλι κάποιου με σκούφο ή προμηθεύω κάποιον με σκούφο … Dictionary of Greek
σκουφώνω — σκεπάζω το κεφάλι κάποιου με σκούφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκούφωμα — το, Ν [σκουφώνω] η ενέργεια τού σκουφώνω, η τοποθέτηση σκούφου στο κεφάλι κάποιου ή η προσφορά σκούφου σε κάποιον … Dictionary of Greek